- σκαφιδιάζω
- σκαφιδιάζω και σκαφιδώνω κοιλαίνω κάτι σε σχήμα σκάφης.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
σκαφιδιάζω — Ν [σκαφίδι] 1. σκαφιδώνω 2. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) σκαφιδιασμένος, η, ο σκαφιδωτός … Dictionary of Greek
σκαφίδιασμα — το, Ν [σκαφιδιάζω] σκαφίδωμα … Dictionary of Greek